- σκεπτικός
- -ή, -ό / σκεπτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκεφτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί(φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο Ηλείος, ο Τίμων ο Φλιάσιος, ο Αρκεσίλαος ο Αιτωλός, ο εκ Κυρήνης Καρνεάδης, ο Αινησίδημος ο Κνώσιος, ο Αγρίππας και ο Σέξτος Εμπειρικός, οι οποίοι αρνούνταν κάθε γνώση και θεωρούσαν αδύνατη την απόκτηση οποιασδήποτε έγκυρης και ισχυρής αλήθειας, όπως περίπου πρέσβευαν πριν από αυτούς οι σοφιστές, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι ή απορητικοί ή εφετικοί («οὗτοι πάντες Πυρρώνειοι μὲν ἀπὸ τοῡ διδασκάλου, ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοί», Διογ. Λαέρ.)3. φρ. α) «σκεπτική φιλοσοφία»(φιλοσ.) το φιλοσοφικό σύστημα τών σκεπτικών φιλοσόφωνβ) «σκεπτική αγωγή» — η αγωγή που όριζαν οι σκεπτικοί φιλόσοφοινεοελλ.1. βυθισμένος, σε σκέψεις, παραδομένος σε σκέψεις, συλλογισμένος2. το ουδ. ως ουσ. το σκεπτικόα) το μέρος τής δικαστικής απόφασης που περιέχει τις σκέψεις τού δικαστηρίου για την υπόθεση που εκδικάστηκε, σκέψεις οι οποίες αιτιολογούν τη συγκεκριμένη έκβαση τής δίκης και τη συγκεκριμένη απόφαση, αλλ. αιτιολογικό δικαστικής απόφασηςβ) το σύνολο τών σκέψεων που οδηγούν σε μια απόφαση («ποιο ήταν το σκεπτικό που σέ οδήγησε σε αυτήν την ενέργεια;»)αρχ.1. αυτός που εξετάζει τα πράγματα με τη σκέψη, σκεπτόμενος, διαλογιζόμενος2. φρ. «σκεπτικῶς ἔχειν», το να αποδέχεται κανείς τα δόγματα τής σκεπτικής φιλοσοφίας.επίρρ...σκεπτικώς / σκεπτικῶς ΝΑ και σκεφτικά Νκατά τρόπο σκεπτικό.
Dictionary of Greek. 2013.